Συνέντευξη

Νίκος Κ. Μουλίνος

Δυό μέρες μετά, από την πρώτη μου συνέντευξη, ήρθε η …δεύτερη. Η πρωτοβουλία, βέβαια, κι αυτή τη φορά, της δημοσιογράφου

Με βρήκε στη βεράντα, του σπιτιού, να γράφω.

– Τι θα γίνει, παππού; Θα συνεχίσουμε τη συνέντευξη; με ρώτησε  αποφασισμένη.

Έδειχνε, όχι μόνον να την ενδιαφέρει, αλλά , φαίνονταν, και να το διασκεδάζει

Ανασήκωσα τους ώμους μου χαμογελώντας

– Ό, τι πεις! απάντησα και θυμήθηκα, έναν παλιό συνάδελφο, συνδικαλιστή, που συνήθιζε να το λέει: Ό,τι πεις!

Μάζεψα τα χαρτιά μου

– Τι είναι αυτό Αναστασία; ρώτησα

– Μαγνητόφωνο! Το βρήκα στο γραφείο σου και είπα να το χρησιμοποιήσω. Δεν προλαβαίνω να κρατάω σημειώσεις, δικαιολογήθηκε

Αυτή τη φορά δεν ήτανε μόνη της. Είχε μαζί της και βοηθό: την μικρότερη αδελφή της

– Τι θα κάνει η Ζωή;

– Θ’ ανοιγοκλείνει το μαγνητόφωνο!

Η αλήθεια είναι πως δεν τόλμησα να… γελάσω!

Κι η Αναστασία, με ύφος έμπειρου δημοσιογράφου, δίνει το σύνθημα

– Ένα – δύο – τρία… Ζωή, άνοιξε… Πάμε παππού…

Και πήγαμε, στο.. χθες!

Δηλαδή, πήγα! Μοναχός μου! Δύσκολο , ταξίδι, αλλά οι ανάγκες της ιστορίας, επιβάλλουν και θυσίες. Τι να κάνουμε; Είναι να μη σου τύχει η… αποστολή! Βέβαια, αυτό το  ταξίδι δεν έχει έξοδα! Όπως,πας , ας πούμε, στο σούπερ – μάρκετ! Ή σε κάνα γιατρό. Δεν πληρώνειςκάτι από την τσέπη σου. Αλλά, η αλήθεια είναι, ότι όλο και κάτι δίνεις! Ξοδεύεσαι, αλλιώς! Μεταξύ μας: ψιλοστοιχίζει! Και μια τζούρα από μελαγχολία, όλο και σε… καλωσορίζει!

Πρώτα – πρώτα, έστησα το ντεκόρ. Το σκηνικό. Εικόνες… Μια φεύγει, μια, άλλη έρχεται.Έβαλα, στη συνέχεια, ως καλός κι αντικειμενικός σκηνοθέτης,  τους… συναδέλφους μου, στηθέσητους. Τους χαμογέλασα…

Κι οι περισσότεροι ανταποκρίθηκαν, αμέσως και με το παραπάνω! Χώρος: δεύτερος όροφος. Πανεπιστημίου 18… Μεγάλος χώρος! Στις δυο άκρες, κουβούκλια. Οι υπόλοιποι, όλοι μαζί! «Ο ένας πλάι στον άλλον!», που λέει και το τραγούδι. Μέσα, στα κουβούκλια, οι προϊστάμενοι. (για να διατηρούνται, σχολίασε κάποιος!) Χιούμορ!

Κτυπάς, την πόρτα, για μα μπεις στο κουβούκλιο, ή ρωτάς τη γραμματέα

– Όχι τώρα, έχει δουλειά! Διαβάζει!

– Τι διαβάζει;

Θυμώνει ή κάνει πως θυμώνει, η γραμματέας

– Εφημερίδα! Τι να σου πω; Αυτό μούπε , αυτό λέω! Πήγαινε και θα σε φωνάξω!

Περνάει η ώρα! Κοιτάζω, ένα γύρω. Πρόσωπα σοβαρά, χαμογελαστά, αδιάφορα. Άλλοι σκυμμένοι στα χαρτιά τους.Κάποιοι τηλεφωνούν. Μερικοί ψάχνουν την όρεξη για… δουλειά! Συνομιλούν μεταξύ τους.Αστειεύονται! Γελούν! Μερικοί σιωπούν. Κάποιοι, δείχνουν να σκέφτονται!

Κοιτάζω από μακριά κι ενθουσιάζομαι. «Ο πίνακας που θα ήθελα να ζωγραφίσω», λέω στον εαυτό μου, αν ήμουνα… ο   Πικάσο! Ευτυχώς, γι αυτούς, δεν είμαι. Και για τον Πικάσο.

Κοίταζα… κοίταζα… σχολίαζα, γελούσα… και, σίγουρα, ήμουνα… αλλού! Φευγάτος, που λένε.Μ’ άρεσε, όμως, που ήμουνα, εκεί! Κάτι από μέσα μου, μάλιστα,με ενθάρρυνε να μείνω κι άλλο κι έτσι, ξεχάστηκα…

– Παππού, εϊ, που είσαι;

Επανήλθα στο 2000 τόσο… Στο σήμερα… Λίγο, απότομα, είναι αλήθεια, αλλά αυτά έχουν οι συνεντεύξεις

Πήρα μια βαθειά ανάσα. Χαμογέλασα, μάλλον από αμηχανία

– Που είχαμε μείνει; ρώτησα

– Παππού, άκου, είναι η πρώτη σου ημέρα στην τράπεζα. Που σε βάλανε να δουλέψεις;

– Στην Παρακολούθηση…

Η δημοσιογράφος το πήρε αλλιώς!

– Τι λες παππού; Τι παρακολούθηση μου λες; Σου θυμίζω, ότι μιλάμε για την πρώτη σου μέρα στην τράπεζα,κι όχι σε κάποιο αστυνομικό τμήμα

Σταμάτησε και περίμενε να δει τι θα πω.

Κοίταξα ένα γύρω, προσπάθησα να μιλήσω, αλλά η δημοσιογράφος, τα είχε πάρει, που  λένε

– Ζωή, κλείστο!

– Το μαγνητόφωνο; ρώτησε

Ξεφύσησε , φανερά αναστατωμένη, η Αναστασία

– Τι άλλο Ζωή;

Κι η Ζωή, έκλεισε μεν το μαγνητόφωνο, αλλά…

– Μη μου φωνάζεις, γιατί θα φύγω, έτσι;


Λίγο μετά, εξήγησα, στη δημοσιογράφο, ότι η δουλειά μου , θα ήτανε να φροντίζω να πληρώνονται τα δάνεια, που είχε δώσει (χορηγήσει, επί το τραπεζικότερον) η τράπεζα. Οι πελάτες μας, πελάτες από τη Βιομηχανία, τον Τουρισμό και τη Ναυτιλία, πολλές φορές και για διάφορες αιτίες δεν πλήρωναν, εγκαίρως, τις υποχρεώσεις τους.

– Κι εγώ, τους έστελνα γράμμα, τηλεφωνούσα… ή πήγαινα και τους συναντούσα και..

– Εύκολη δουλειά, σχολίασε η δημοσιογράφος

– Α, μη το λες αυτό. Ήθελε, προσοχή και επιδέξιους χειρισμούς! Κι άκου, τώρα, για να καταλάβεις, τι ψυχική δοκιμασία περνούσαμε, αυτό που θα σου πω. Και που το ζούσαν, πολύ έντονα, οι παλιοί συνάδελφοι.Η ευθύνη μας, Αναστασία, ήτανε μεγάλη. Όλο αυτό, όμως,  μας πίεζε, πολύ γιατί ήμασταν υποχρεωμένοι, να… πιέζουμε! Κι όλο αυτό, όπως ήτανε φυσικό, μας πίεζε, ψυχολογικά. Ζούσαμε σε πίεση, αλλά, ευτυχώς, ήμασταν νέοι και δεν μας ανέβαινε η πίεση! Ήτανε, λοιπόν, ένας συνάδελφος – προϊστάμενος τότε – που τον άκουσα, τις πρώτες μέρες κιόλας,να λέει, σε κάποιον πελάτη , ότι αν δεν πληρώσει ο ένας, δεν πληρώσει ό άλλος, η τράπεζα θα… κλείσει! Και σηκωνόντανε όρθιος, απευθυνόμενοςστον πελάτη

– Τι βλέπετε αυτή τη καρέκλα;Όχι, πέστε μου αν την βλέπετε; ρωτούσε,κάπως έντονα και κρατώντας την και πηγαίνοντας την, μια από δώ και μια εκεί

Ο άλλος, που δεν ήξερε που το πάει, έκανε μια κίνηση αμηχανίας και περίμενε

– Εγώ, αυτή τη καρέκλα για να την αποκτήσω, κουράστηκα. Δούλεψα πολύ. Κι η τράπεζα το αναγνώρισε και μου την έδωσε. Κι εγώ, να ξέρετε, δεν θέλω να την χάσω!

Σταματούσε και καθόντανε στην καρέκλα, λέγοντας, σε άλλο τόνο

– Ή πληρώνεις ή σου κάνω μέτρα!

– Τι μέτρα, παππού; Τι εννοείς;

Θέλησα να βάλω λίγο χιούμορ στη συνέντευξη

– Όχι βέβαια για κάνα κουστούμι!

– Παππού, μιλάμε σοβαρά. Τι εννοείς μέτρα;

– Δικαστικά! έκανα κουνώντας το κεφάλι μου και πάλι, πηγαίνοντας στο μακρινό χθες.

Σταμάτησα για μια ανάσα

– Πάντα θυμάμαι, κορίτσια μου,  την πρώτη μου μέρα, στην «αλάνα»! Κάτι από… χύμα! Μια μεγάλη αίθουσα, όπου ήτανε εγκατεστημένο, όλο το προλεταριάτο

– Παππού, όχι κομματικά, σε παρακαλώ

– Εντάξει! Όχι κομματικά. Μου δώσανε και γραφείο. Μισό! Μεταλλικό.

– Τι μισό;

– Το γραφείο μου είχε συρτάρια , μόνο από τη μια μεριά. Μόνο οι προϊστάμενοι είχανε γραφείο… ολόκληρο! Η επιφάνεια ήτανε από φορμάικα. Καφέ.

Και ξαφνικά, το βλέμμα στο κενό, κι οι άνθρωποι, που ζήσαμε μαζί για πάνω από 30 χρόνια, περνούν από μπροστάμου, σαν από ταινία του Αγγελόπουλου, – κάτι θαμπό, με ένα ξέφωτο στο βάθος, με χρώμα από γκρι – σε σλόου μόσιον! Η πρώτη μου μέρα, στο γραφείο. Που με συστήσανε, ούτε που θυμάμαι ποιός το έκανε. Ο πρώτος μου προϊστάμενος, ο κύριος Δημήτρης Κ., ο Βασίλης, που είχε το αρχείο, η κυρία Βαρβάρα, η Έρρικα, ο Τριανταφύλλου, η Λένα… ο Λάζαρος… ο Σπύρος, ο Γιώργος… ο Γιάννης…

– Και δε μου λες παππού, όλα αυτά τα χρόνια που ήσουνα στην τράπεζα, έκανες μόνο παρακολούθηση;

– Όχι βέβαια! Έχω να σου πω…

– Ωραία! Αλλά για σήμερα τελειώσαμε. Ζωή , κλείσε το μαγνητόφωνο

Αλλά, η Ζωή, όπως κι η άλλη «ζωή», έκανε….λάθος!

– Αμάν, τόχα κλειστό! έκανε ξαφνιασμένη

Χρειάστηκε να τα ξαναπώ! Τα ίδια! Ακριβώς, ή περίπου τα ίδια! Δεν παραπονέθηκα!  Άλλωστε, κι η… ζωή μας, μια από τα ίδια, πάνω – κάτω, δεν είναι; Ή, όχι;

Περιμένω…απόψεις!