Prestige, έχεις;

Νίκος Κ. Μουλίνος

Φθινόπωρο. Μόλις ήρθε. Πρώτες μέρες.

Η θάλασσα, κυκλοφορεί με καινούριο κουστούμι: σκούρο, μπλε! Ο κόσμος, στο χωριό, από καιρό, αραίωσε. Ο ουρανός, αλλιώτικος- σαν να βάρυνε! Κι ο αγέρας, σχεδόν κάθε απόγιομα, κάνει πρόβες. Ενώ, στο λιμανάκι, οι βάρκες απολαμβάνουν, ύστερα από την καλοκαιρινή τους ταλαιπωρία, την ηρεμία τους.Έφυγαν κι οι δημοσιογραφίνες μου. Γύρισαν στο σπίτι τους, στο Ρίο. Σε λίγες μέρες αρχίζουν τα μαθήματα. Στο αυτοκίνητο, η Αναστασία, μου δίνει τις τελευταίες… εντολές

– Να προσέχεις, παππού! Και για την ΕΤΒΑ σου, θα τα λέμε…

Μεσοβδόμαδα! Τετάρτη; Πέμπτη; Δε θυμάμαι ακριβώς! Στο λιμανάκι του χωριού. Χαζεύω, από ώρα, τη θάλασσα. Έχει πάρει, λίγο, το σούρουπο. Μερικοί γλάροι, ακόμα, προσπαθούν, πριν πέσει η νύχτα. Τα φώτα, δειλά – δειλά, πιάνουν… δουλειά. Αποφασίζω να περπατήσω στην παραλία.Μόνος!Κι άθελα μου, αλλά με τη συναίνεση μου, ο χρονοδείκτης, γυρίζει πίσω… Πολύ πίσω! Αποφεύγω, κιόλας, να κάνω λογαριασμούς! (Ποτέ μου δεν συμπάθησα τους αριθμούς!) Ο νους μου, λοιπόν,…σκηνοθετεί, είν ‘ αλήθεια, κομμάτι αυθαίρετα, τα γεγονότα, και σκηνογραφικά, φτιάχνει και το χώρο!

ΕΤΒΑ!Πανεπιστημίου18,δεύτερος όροφος! Χαμογελώ!Πρωταγωνιστές, κάποιοι συνάδελφοι.

Είναι δυο, το πολύ, τρεις, μήνες, που έγινε Υποδιευθυντής, ο συνάδελφος. Δεν χρειάστηκε, πολύς καιρός, για να διαπιστωθεί, ότι έχει αλλάξει. Το συζητούν, δυο – δυο ή και περισσότεροι.  Απορούν!

– Ρε συ, τον είδες; Τι πράμα, κι αυτό;

– Με δυσκολία σου λέει καλημέρα ο τύπος! Τι να πεις;

– Αμ, το ύφος του ; Πάπας και βάλε, αδερφέ μου!

Η αλήθεια είναι, ότι από την ημέρα που έγινε Υποδιευθυντής, ο συνάδελφος, τον φύσηξε κάποιος… άνεμος! Όλα τα βλέπει αφ’ υψηλού!

Πρώτα – πρώτα, περπατάει αλλιώς! Το κεφάλι ψηλά, λες ότι έχει καταπιεί μπαστούνι. «Κορδωμένος», που λέμε και στη Κέρκυρα. Ντυμένος, σχεδόν αποκλειστικά, με κουστούμι σκούρου χρώματος και μαντηλάκι στην τσέπη, στο σακάκι, και φυσικά γραβατισμένος. Μιλάει… επιλεκτικά.

– Πολύ καλημέρα σας, κύριε Διευθυντά!

Έχει την αίσθηση, ότι ανήκει σε άλλη συνομοταξία!

Γι αυτό,τις περισσότερες «καλημέρες», στο… πόπολο, δηλαδή, τις λέει άφωνα και κουνώντας, μόνο, το κεφάλι του και μάλιστα, κοιτάζοντας αλλού. Όσο νάναι, μιαν έπαρση την έχει! Και μόνιμα, κρατάει μιαδερμάτινη τσάντα – την κουβαλάει από την πρώτη μέρα  που έγινε Υποδιευθυντής –  χρώματος μαύρου και που ανοίγει με συνδυασμό. Το επέβαλε, όχι μόνο, η μόδα, αλλά η… θέση του.

– Δε φτάνει να είσαι, αλλά και να φαίνεσαι! δηλώνει, με νόημα

Λένε, βέβαια, ότι, μια κουβέντα από δω, μια άλλη κουβέντα, από κει…μαζεύονται, οι κουβέντες, γρήγορα και γίνονται… συζήτηση! Κι η συζήτηση, λίγο – λίγο, γίνεται κουτσομπολιό, που καταλήγει σε συμπεράσματα και σε ιατρικές… γνωματεύσεις

– Και δεν του φαινόντανε, ρε παιδί μου!

– Πάει αυτός! Την ψώνισε, ο κακομοίρης!

– Ρε τι παθαίνει ο άνθρωπος από τη μια στιγμή στην άλλη!

Η πόρτα του γραφείου του , μονίμως , κλειστή. Δεν δέχεται χωρίς ραντεβού. Κι ό,τι θέλει να πει στους… «υφισταμένους» του, το λέει, μέσω της γραμματέας του

– Μπορώ να τον δω, να του εξηγήσω κάτι που έγραψε στην Εισήγηση που έκανα; ρωτάει ο συνάδελφος

Κατηγορηματικό,  όχι!

– Δεν μπορείς!

– Γιατί δεν μπορώ; επιμένει

– Δεν ξέρω, αλλά αυτήν την εντολή έχω! λέει η γραμματέας κουνώντας τους ώμους της

 

Τις προάλλες, ήρθε στο γραφείο του, να τον δει , ένας πελάτης

– Ραντεβού έχετε; ρώτησε η γραμματέας

– Τι ραντεβού; ρωτάει έκπληκτος εκείνος

– Ο κύριος Υποδιευθυντής, δεν δέχεται, χωρίς ραντεβού!

Ο πελάτης κοιτάζει τη γραμματέα και προσπαθεί να μείνει ήρεμος

– Περίεργο! Τον προηγούμενο, τον βλέπαμε, χωρίς πολλά – πολλά! Τώρα γιατί; απορεί

– Αν θέλετε να τον δείτε , μόνο με ραντεβού! του κάνει η γραμματέας, με ύφος που δεν παίρνει αντίρρηση

Φύσησε, ξεφύσησε ο άνθρωπος, αλλά τι να έκανε; Συμμορφώθηκε με τα … γεγονότα!Κι έκλεισαν το ραντεβού, για δυο μέρες αργότερα!

– Το σημειώνω: Τετάρτη στις 11, καλά είναι;

Καλά ήτανε. Κι ο πελάτης, ήρθε κι ένα τέταρτο νωρίτερα

«Καλύτερα να περιμένω»  σκέφτηκε

Πήγε η ώρα 11! Άφησε να περάσουν και δέκα λεπτά και ρώτησε

– Να περάσω;

– Όχι, αν δεν τον ρωτήσω πρώτα, είπε η γραμματέας, που έδειχνε να νοιώθει, κάπως, άβολα

Και ρώτησε τον κύριο Υποδιευθυντή

– Θα χρειαστεί να περιμένετε, λίγο ακόμα! του ανήγγειλε με δυσκολία

Ο πελάτης, στην αρχή ξεροκατάπιε. Ύστερα έκανε να θυμώσει! Αρκέστηκε σε ένα υποχρεωτικό χαμόγελο, κι ένα ξεφύσημα, για εκτόνωση

«Κάνε υπομονή!» συνέστησε στον εαυτό του κι άναψε τσιγάρο

Η ώρα είχε πάει 12 παρά τέταρτο, όταν κτύπησε το τηλέφωνο της γραμματέας

– Μάλιστα! Είναι εδώ και σας περιμένει!

Άνοιξε, λίγο μετά, η πόρτα και βγήκε ο κύριος Υποδιευθυντής! Σοβαρός, κομψός, κορδωμένος, ψυχρός! 

– Θα χρειαστεί να με περιμένετε, ακόμα, γιατί μου προέκυψε, μια συνάντηση, με τον κύριο Διοικητή, έκανε, κι έφυγε βιαστικά

Σιγή αμηχανίας. Κι η πρώτη αντίδραση του πελάτη! «Κάτι από καψώνι», σκέφτηκε. Κοιτάζει τη γραμματέα. Τον κοιτάζει κι εκείνη. Τον καταλαβαίνει ,αλλά δεν μπορεί να κάνει και κάτι

– Δε πηγαίνετε να πιείτε έναν καφέ και… Να περάσει, κιόλας, η ώρα; Εδώ, στο κυλικείο της τράπεζας! του προτείνει

Και πήγε! Και πήρε καφέ κι άναψε και τσιγάρο. Και περίμενε! Όταν στο βάθος, εντελώς τυχαία, σε μια γωνιά, του κυλικείου, αναγνώρισε τον κύριο Υποδιευθυντή.

Τον πλησίασε, χαμογελώντας

– Τελείωσε η συνάντηση σας ή μάλλον η συνεργασία σας με τον κύριο Διοικητή; Ή δεν πήγατε ποτέ; Λοιπόν;

Έδειξε να τα χάνει ο κύριος Υποδιευθυντής! Κοίταξε ολόγυρα. Λίγο και θα γίνονταν… ξευτίλα, στους συναδέλφους, που κοιτούσαν. Προσπάθησε να τα μπαλώσει.

– Αν τελειώσατε τον καφέ σας, μπορούμε να πάμε στο γραφείο μου, πρότεινε, με φωνή που έτρεμε, στον πελάτη, που έδειχνε, ανήμερο θεριό, κι έτοιμος για όλα!

Και , φυσικά, το γεγονός, μαθεύτηκε! Κι έγινε μεγάλη πλάκα! Και μεγαλύτερη, όταν, ο κύριος Υποδιευθυντής, εξομολογήθηκε, τον λόγο που έστησε, όλη αυτή την παράσταση

– Για το prestige!

Έγινε σλόγκαν η περίπτωση

« Prestige, έχεις;  Δεν έχεις; Στο κυλικείο!»

 Υ. Γ. Κάτι η αλήθεια και κάτι η μυθοπλασία, είναι, που έφτιαξαν την ιστορία!