ΕΤΒΑ Α.Ε.
(Περασμένα: ΝΑΙ! – Ξεχασμένα: ΟΧΙ!)

Νίκος Κ. Μουλίνος

Η ιστορία της ΕΤΒΑ με τις μνήμες ενός… συνταξιούχου!
(ή όσα θυμάμαι και.. όπως τα θυμάμαι!)
Η μία, από τις εγγονές μου, η μεγαλύτερη, η Αναστασία, από καιρό τώρα, θέλει, λέει, να μάθει περισσότερα, για το πως ήτανε, τότε, που ήμουνα στην ΕΤΒΑ. Φταίω , βέβαια, κι εγώ…Μιλούσα πολύ! Έλεγα και το …παραπάνω μου ( βλέπεις, εμείς οι επτανήσιοι τo ‘χουμε το… προτέρημα του… παραπάνω!) και το πράμα ήρθε κι έδεσε. Όποτε εύρισκα ευκαιρία, η Τράπεζα ετούτο, η Τράπεζα το άλλο, το παράλλο και πάει λέγοντας. Έπειτα, για τους συναδέλφους… Που ήτανε έτσι, ή αλλιώς, ιστορίες, μεγάλες, μικρές, περίεργες… Και τα όνειρα για τη ζωή! Πολλά όνειρα!
– Ωραία χρόνια! Είχαμε τα πάντα! Περάσαμε καλά! κατέληγα, τις περισσότερες φορές, με μια τζούρα από νοσταλγική διάθεση.
Κι όλα αυτά, ενισχυμένα με δανεικά, από του χρόνου την απόσταση, πού ‘χει το χάρισμα να εξωραΐζει καταστάσεις και να μυθοποιεί, όσο… πατάει η γάτα, την πραγματικότητα. Αλλά, και με μια δόση νοσταλγίας και κομματάκι υπερηφάνειας, για τις «μεγάλες και σπουδαίες μέρες» που είχα την τιμή να ζήσω, μαζί και εξ’ αιτίας, της ΕΤΒΑ.
Βρήκε, λοιπόν, η Αναστασία, – που είναι οπλισμένη με μπλοκάκι και στυλό και κυρίως διάθεση- την ευκαιρία, κάποια στιγμή φέτος στις διακοπές, να μου θυμίσει την… υποχρέωση μου, την οποία είχα αναστείλει, λόγω χειμώνα.
– Λοιπόν παππού;
Κάνω πως δεν… θυμάμαι
– Παππού, μη το παίζεις αδιάφορος, το ‘παμε…
Τη διακόπτω απότομα.
– Τι είπαμε; Ρωτάω.
Ήμαστε στη βεράντα, του σπιτιού, στο χωριό. Καλοκαίρι. Από σύμπτωση, λείπουν όλοι. Είναι ώρα που χαζεύω τη θάλασσα. Τον Κορινθιακό. Καλοσυνάτος και φιλόξενος: δυο-τρία καράβια, κάτι βάρκες, ταχύπλοα… Απέναντι το Παναχαϊκό, πράσινο- δείχνει ευχαριστημένο! Στο βάθος, η Γέφυρα Ρίου – Αντιρρίου, σαν από καράβι… Μοναστηράκι… 2022! Αύγουστος! Απόγιομα. Κι ο ήλιος, από συνήθεια, που πάει για τη βραδινή του… ξεκούραση!
Η Αναστασία χαμογελάει. Ξέρει ότι δεν λέω την αλήθεια. Φέρνει την καρέκλα της πιο κοντά… Με κοιτάζει και περιμένει.
– Τι ακριβώς να σου πω; ρωτάω σε μια προσπάθεια να κερδίσω χρόνο για να βρω την …αρχή, μιας, και για τη … μέση ή το τέλος, έχουμε κι άλλες στιγμές, σκέφτομαι.
– Όλα και με λεπτομέρειες!
Ρωτάω:
– Τι εννοείς λεπτομέρειες; Μη νομίζεις ότι θυμάμαι τα πάντα και μάλιστα με… λεπτομέρειες
– Δε θέλω δικαιολογίες! Όλα και με… λέει γελώντας, χωρίς να τελειώσει τη φράση της.
Χαμογελάω, κι εγώ, από αμηχανία. Η αλήθεια είναι ότι δυσκολεύομαι. Το χθες, ας φαίνεται διαχειρίσιμο, είναι πολύ δύσκολο να το κουμαντάρεις. Και, μάλλον, εύκολο να πέσεις σε υπερβολές, ανακρίβειες ή να αλλοιώσεις, με τον υποκειμενισμό σου, την αλήθεια. Μνήμες, σκέψεις, άνθρωποι, γεγονότα, θέλουν, ή μάλλον απαιτούν, τη δική τους αξιολόγηση.
Έπειτα , λέει, να τα πω ΟΛΑ! Εντάξει, να τα πω τα ΟΛΑ, αλλά, ποια είναι αυτά τα ΟΛΑ; Εκείνα που μου συνέβησαν; Τα άλλα που έζησα; Αυτά που έζησαν οι συνάδελφοι μου; Την πορεία της ίδιας της Τράπεζας; Όσα δεν μπόρεσα να ζήσω;
Η Αναστασία, όμως, επιμένει: ΟΛΑ!
Εύκολο το ‘χεις; Τόσα χρόνια – καμιά τριανταριά – να τα περιγράψεις σε ένα, άντε το πολύ, δίωρο; Μα το Θεό , δύσκολη δουλειά! Κι έπειτα, δεν είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρω! Αλλά, όπως λένε, «μη τάξεις του Αγιού κερί και του παιδιού κουλούρι!»
Κι εγώ, την είχα κάνει την εξυπνάδα, να υποσχεθώ. Καλά να πάθω, που την … έπαθα!
Το… πισωγύρισμα, βέβαια, έχει τις δικές του απαιτήσεις. Πρώτα – πρώτα, γερή μνήμη. (Αυτό, κατά δήλωση μου: το ‘χω!) Και κάτι ακόμα: να το πεις και να ακούγεται όμορφο. (Λένε, πως κι αυτό… το ‘χω!) Στην άκρη, λοιπόν, η μυθοπλασία, η υπερβολή ή μια τζούρα γαρνιτούρας ή το στρογγύλεμα των γεγονότων. Αποφασίζω να τα πω, απλά, χωρίς συσκευασία, χωρίς υπερβολές, ούτε ηρωικά, μήτε αντιστασιακά: όπως τα κατέγραψε ο νους κι η καρδιά!
Νοιώθω, βέβαια, λίγο περίεργα. Προετοιμάζομαι. Τρίβω λίγο τη μύτη μου, πίνω μια γουλιά καφέ και κοιτάζω την Αναστασία που περιμένει, όταν κτυπάει το τηλέφωνο της. Ανάσα! Από τις λίγες φορές που ένα τηλεφώνημα, μου φαίνεται… «θεία πρόνοια!» Επιστρέφει… αστραπή κι αποφασισμένη, κρατώντας χαρτιά και στυλό.
– Ακούω… δηλώνει και με κοιτάζει… απειλητικά
– Θα τα γράψεις κιόλας; Ρωτάω.
Γελάει.
– Θα κρατήσω σημειώσεις, εξηγεί.
«Να δεις που ο ιστορικός του μέλλοντος θα ‘χει… δουλειά» σκέφτομαι, σχεδόν ευχαριστημένος, κι η ματαιοδοξία μου, κτυπάει κόκκινο.
Σκηνοθετώ! Τον εαυτό μου.
Παίρνω ανάλογο ύφος. Βλέμμα στο κενό. Χείλια σουφρωμένα. Φρύδια που σμίγουν. Όρθιος. Κρατάω τη κουπαστή από το κάγκελο. Δείχνω να σκέφτομαι. Ξεροβήχω. Μια τελευταία ματιά στη θάλασσα.
– Θα σου πω πρώτα για την Τράπεζα.
– Ωραία! κάνει η Αναστασία γεμάτη περιέργεια.
– Που λες, κορίτσι μου, η ΕΤΒΑ… Ξέρεις τι σημαίνει ΕΤΒΑ, έτσι;
– Ξέρω παππού! Μου το έχεις πει εκατό φορές. Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως, παρακάτω…
– Που λες, η ΕΤΒΑ, ήτανε μια σπουδαία Τράπεζα! Είχε κάτι το ξεχωριστό από όλες τις άλλες. Με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ήτανε κάτι σαν… μοναχοκόρη! Βέβαια, υπήρχε, την ίδια περίοδο και κάποια, άλλη, που την έλεγαν ΕΤΕΒΑ. Αλλά, εδώ που τα λέμε, δεν έπιανε μία μπροστά στη δικιά μας. Σαν να λέμε «κι η μυλωνού τον άντρα της, με τους πραματευτάδες!»
Σταματάω. Βαθειά ανάσα και συνεχίζω:
– Μοναχοκόρη και με προίκα, η ΕΤΒΑ. Πολύφερνη! Βλέπεις κρατούσε από σόι. Και πλούσιο και μεγάλο! Έτσι, κληρονόμησε τον μεγάλο θείο της, τον ΟΧΟΑ, αλλά και τον άλλον θείο της τον ΟΒΑ και έναν μακρινό, μικρομεσαίο συγγενή, τον ΟΤΠ. Είχε βέβαια και την υποστήριξη των… Ρότσιλντ, που της είχαν ανοίξει μεγάλο λογαριασμό στην τράπεζα της Ελλάδος, για… μετρητά! Της βρήκανε κι ένα μεγάλο σπίτι, κτίριο, να λέμε καλύτερα, απέναντι από τον Εθνικό Κήπο, έπιπλα και …υπηρετικό προσωπικό και…
Σταματάω και κοιτάζω την Αναστασία
– Καλά τα πας! Για συνέχισε, μου λέει και χαμογελάει.
Και συνεχίζω:
– Το 1964, όπως κάνουνε (μάλλον κάνανε) οι γάλλοι με τις πρωτόβγαλτες δεσποινίδες, τις περίφημες ντεμπιτάντ, με πολύ κόσμο και φώτα, την παρουσίασαν στους… οικονομικούς κύκλους! Χαμός! Στη δεξίωση που έγινε δεν πήγα βέβαια, αλλά…
– Δε σε κάλεσαν παππού; κάνει, τάχα μου αδιάφορα.
Το παραβλέπω, σαν να μην το άκουσα, ενώ σκέφτομαι «να δεις, που αυτή, έχει πάρει, κάτι από μένα».
– Ήτανε όλοι εκεί! Στη δεξίωση! Η πολιτική ηγεσία, η διπλωματική, η οικονομική, η τραπεζική… Και να οι φωτογραφίες, και να τα χαμόγελα και την άλλη μέρα «πρώτη μούρη» η ΕΤΒΑ στις εφημερίδες, κι όλοι να έχουν να λένε καλά λόγια και επαίνους..
– Κι όλα αυτά παππού για να την …παντρέψουν; ρωτάει με προσποιητή αφέλεια η Αναστασία, ενώ χαμογελάει.
«Μου παραμοιάζει η μικρή, κι ανεβαίνω: έχει χιούμορ!»σκέφτομαι.
Συνεχίζω στο ίδιο στυλ.
– Ακριβώς! Για να μάθουν όλοι, ότι μια νέα και πολύφερνη νύφη, ήτανε σε… προσφορά και…
Με διακόπτει το τηλέφωνο της Αναστασίας
– Είναι οι φίλοι μου… Με περιμένουν στην παραλία…
– Να πας.
– Θα τα πούμε αύριο. Πειράζει;
– Καθόλου! Αύριο! Εδώ…
Και καθώς φεύγει συμπληρώνω:
– Έχουμε να πούμε τόσα πολλά, μα τόσα πολλά… για την ΕΤΒΑ… Καλά να ‘μαστε!

Υ.Γ. Έπεται συνέχεια ανάλογα με το… αναγνωστικό ενδιαφέρον!
Ευχαριστώ και συγχαίρω για την πρωτοβουλία!
Ν.Κ.Μ.